ἀποστασία

ἀποστασία
ἀπο-στᾰσία, , late form for ἀπόστασις,
A defection, revolt, v.l. in D.H.7.1, J.Vit.10, Plu.Galb.1; esp. in religious sense, rebellion against God, apostasy, LXX Jo.22.22, 2 Ep.Th.2.3.
2 departure, disappearance, Olymp. in Mete.320.2.
3 distinguishing, c. gen., Elias in Cat.119.7.
4 distance, Archim.Aren.1.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποστασία — ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc/acc dual ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασία — η 1. αποχώρηση, αποσκίρτηση: Σημειώθηκε αποστασία στο κόμμα των Φιλελευθέρων. 2. εξέγερση κατά της κρατικής ή άλλης εξουσίας: Η αποστασία της Ερυθραίας έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Αιθιοπία. 3. (εκκλησ.), απάρνηση της χριστιανικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστασίᾳ — ἀποστασίαι , ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασία — Εξέγερση κατά της εξουσίας, ανταρσία, αλλά και αποχώρηση από μια ομάδα και ένταξη σε άλλη. Εγκατάλειψη της ορθοδόξου πίστεως. Συνήθως η α. συνδέεται με ευτελή κίνητρα. * * * η (ΑΜ ἀποστασία) [αποσταίνω] 1. στάση, εξέγερση 2. εκκλ. απάρνηση του… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστασίας — ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem acc pl ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαι — ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαν — ἀποστασίᾱν , ἀποστασία defection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богоотступничество — (άποστασία, praevaricatio) есть добровольное, не вынужденное какими нибудь опасностями отпадение от христианства к иудейству или язычеству; этим оно отличается от вынужденного гонениями отпадения от веры христианской так называемых падших (Lapsi) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀποστασιάσαι — ἀποστασιά̱σᾱͅ , ἀπό στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) ἀπό στασιάζω to be at variance aor inf act ἀποστασιάσαῑ , ἀπό στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασιῶν — ἀποστασία defection fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαις — ἀποστασία defection fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”